- πλαγιοφύλακας
- [-αξ (-ακος)] ο солдат бокового охранения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλαγιοφύλακας — ο / πλαγιοφύλαξ, ακος, ΝΑ στρατιώτης που κατά τη διάρκεια μάχης φυλάσσει τα πλάγια τμήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φύλαξ /φύλακας] … Dictionary of Greek
πλαγιοφύλακας — πλαγιοφύλαξ guarding the flanks masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιοφυλάσσω — και πλαγιοφυλάττω και πλαγιοφυλακώ, έω, Ν είμαι πλαγιοφύλακας, μετέχω στην πλαγιοφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλαγιοφυλάσσω < πλάγιος + φυλάσσω, ενώ ο τ. πλαγιοφυλακώ < πλαγιοφύλακας] … Dictionary of Greek
πλαγιοφυλακώ — και πλαγιοφυλάγω μτβ. και αμτβ., μετέχω στην πλαγιοφυλακή, είμαι πλαγιοφύλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)